διπλοχαιρετίζω

διπλοχαιρετίζω
βλ. διπλοχαιρετώ.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • διπλοχαιρετώ — ( άω) και διπλοχαιρετίζω (Μ διπλοχαιρετῶ και διπλοχαιρετίζω) χαιρετώ δύο φορές, ανταποδίδω χαιρετισμό μσν. μέσ. ( ώμαι) συμπλέκομαι, συγκρούομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. διπλοχαιρετίζω σχηματίστηκε από τον αόριστο του διπλοχαιρετώ κατά τα ρήματα σε ίζω] …   Dictionary of Greek

  • διπλοχαιρέτισμα — το [διπλοχαιρετίζω] εγκάρδιος χαιρετισμός …   Dictionary of Greek

  • διπλοχαιρετώ — και διπλοχαιρετίζω χαιρετώ με θέρμη, από καρδιάς: Με είδε στο δρόμο και με διπλοχαιρέτησε …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”